- τιναμού
- το, Νζωολ. κοινή ονομασία τών ανίκανων για πτήση εδαφόβιων σποροφάγων πτηνών τής τάξης τιναμόμορφα με τη μοναδική οικογένεια τιναμίδες, που περιλαμβάνει 9 γένη και πολλά είδη τής Αμερικής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τιναμίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια εδαφόβιων σποροφάγων πτηνών τής τάξης τιναμόμορφα με τυπικό εκπρόσωπο το γένος τιναμού … Dictionary of Greek